Ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων καταναλωτών, που υπολογίζεται στις 70.000, έλαβαν κυρίως μεταξύ 2006-2009 στεγαστικά δάνεια σε ελβετικά φράγκα με βασικότερο κριτήριο επιλογής το σημαντικά χαμηλότερο διατραπεζικό επιτόκιο αναφοράς Libor εν αντιθέσει με το υψηλότερο Euribor και τη διαβεβαίωση από τις Τράπεζες ότι η ισοτιμία ήταν ευνοϊκή για το ευρώ και ότι θα παρέμενε σταθερή βάσει προγενέστερων ιστορικών στοιχείων. Μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008 και την οικονομική κρίση που επακολούθησε στην Ευρώπη και έπληξε ιδιαιτέρως τις χώρες της Ευρωπεριφέρειας (βλ. Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία) το ελβετικό νόμισμα μαζί με το χρυσό αποτέλεσε σημαντικό καταφύγιο των ευρωπαϊκών καταθέσεων γεγονός που οδήγησε σε σημαντική ανατίμηση του έναντι του ευρώ και είχε ως αποτέλεσμα η ισοτιμία ευρώ/ελβ. φράγκου που ήταν το 2006 περίπου στο 1,60 να διολισθήσει κάτω από το 1,20, αναγκάζοντας την Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας να παρέμβει και να τη διατηρήσει στα ανωτέρω επίπεδα έως και σήμερα. Ως έμμεσο αποτέλεσμα της εν λόγω εξέλιξης ήταν οι δανειολήπτες τόσο στην Ελλάδα όσο και αλλού (βλ. Ουγγαρία, Κροατία, Ισπανία) να επιβαρυνθούν υπέρμετρα καθώς οι μηνιαίες δόσεις των δανείων τους έχουν αυξηθεί κατά τουλάχιστον 30% και το άληκτο κεφάλαιο τους αντιστοίχως.
Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες, διαθέτοντας επαρκή τεχνογνωσία και έχοντας πρόσβαση στα διεθνή οικονομικά δεδομένα (βλ. υποδείξεις Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου 2006 σχετικά με την επερχόμενη υποτίμηση του ευρώ κατά 30%) είχαν φροντίσει να αντισταθμίσουν αποτελεσματικά το δικό τους συναλλαγματικό κίνδυνο κατά την εκταμίευση του ποσού των δανείων χρησιμοποιώντας συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά μέσα και παράγωγα, τα οποία αν και οι ίδιες έκαναν ευρεία χρήση τους, σε κανένα χρονικό σημείο, ούτε πριν την λήψη του δανείου ούτε μετά πρότειναν στους αντισυμβαλλόμενους δανειολήπτες έναντι του αντίστοιχου τιμήματος, γνωρίζοντας μάλιστα καλύτερα από τον καθένα τη σφόδρα πιθανολογούμενη κατάρρευση του ευρώ έναντι του ελβετικού νομίσματος.
Πέραν, όμως της ελλιπούς ενημέρωσης ως προς τις πιθανολογούμενες διακυμάνσεις των δύο νομισμάτων άλλα και της ενημέρωσης ως προς τη δυνατότητα αντιστάθμισης του αυξημένου κινδύνου με τη χρήση κατάλληλων χρηματοπιστωτικών εργαλείων, οι νομικές ευθύνες των πιστωτικών ιδρυμάτων είναι πολλές και σημαντικές.
Κρίσιμο είναι να χρησιμοποιηθούν τα κατάλληλα νομικά επιχειρήματα προς άμβλυνση των δημιουργηθεισών στρεβλώσεων και αποπληρωμή του δανείου στην ισοτιμία που ίσχυε κατά την εκταμίευση του. Σε όλη την Ευρώπη, τα δικαστήρια δικαιώνουν τους προσφεύγοντες δανειολήπτες με βάση επιχειρήματα αφενός περί έλλειψης επαρκούς ενημέρωσης σχετικά με τον συναλλαγματικό κίνδυνο, αφετέρου περί καταχρηστικότητας συγκεκριμένων δανειακών όρων λόγω έλλειψης διαφάνειας αυτών.
Στην κατεύθυνση αυτή δημοσιεύτηκε πρόσφατα, η υπ’ αριθ. 23/2014 απόφαση του ΠολΠρΞάνθης η οποία αναγνώρισε ότι ο όρος της μνημονευόμενης στο σκεπτικό δανειακής σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο «…εφόσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την τράπεζα … είτε σε EURO με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής», τυγχάνει καταχρηστικός και, ως εκ τούτου, άκυρος διότι αν και κατανοητός από τυπική και γραμματική άποψη, εν τούτοις ο συγκεκριμένος δανειολήπτης, λαμβάνοντας υπόψη και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του (π.χ. επάγγελμα, μόρφωση, ηλικία), δεν μπόρεσε να εκτιμήσει εξαιτίας και της έλλειψης απτών παραδειγμάτων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που συνεπάγεται γι’ αυτόν.
Η εν λόγω απόφαση ουσιαστικά επανέλαβε το σκεπτικό της απόφασης του ΔΕΚ (απόφαση της 30ης Απριλίου 2014, υπόθεση C- 26/13, Arpad Kasler, Hajnalka Kaslerne Rabai κατά OTP Jelzalogbank Zrt, σκέψεις 71 – 75) το οποίο με αφορμή την προσφυγή ουγγρικού ζεύγους στα κατά τόπον δικαστήρια για το ίδιο θέμα, αποφάνθηκε μεταξύ άλλων, ότι η σύμβαση δανείου πρέπει να εκθέτει κατά τρόπο διαφανή τον λόγο και τις ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του ξένου νομίσματος. Επομένως, απόκειται στο ουγγρικό δικαστήριο, να κρίνει αν ο καταναλωτής που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος μπορούσε, βάσει της διαφημίσεως και των πληροφοριών που παρέσχε η τράπεζα στο πλαίσιο του δανείου, όχι μόνο να πληροφορηθεί την ύπαρξη της διαφοράς μεταξύ της συναλλαγματικής ισοτιμίας πωλήσεως και της συναλλαγματικής ισοτιμίας αγοράς του ξένου νομίσματος, αλλά και να αξιολογήσει τις οικονομικές συνέπειες που θα συνεπαγόταν γι’ αυτόν η εφαρμογή της συγκεκριμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας για τον υπολογισμό των δόσεων και το συνολικό ύψους του δανείου του. Τέλος, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επισήμανε ότι, σε περίπτωση που η κατάργηση της καταχρηστικής ρήτρας καθιστά, όπως εν προκειμένω, αδύνατη την εκτέλεση της συμβάσεως, η κοινοτική οδηγία δεν αποκλείει την αντικατάσταση από τον εθνικό δικαστή της καταχρηστικής ρήτρας από εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου. Ειδικότερα, η προσέγγιση αυτή επιτρέπει την επίτευξη του σκοπού της οδηγίας, που συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ των μερών, διατηρώντας στο μέτρο του δυνατού το κύρος ολόκληρης της συμβάσεως.
Σε συνέχεια των προηγούμενων αποφάσεων εξεδόθη η υπ’ αρ. 342/2014 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης υποχρεώνοντας την τράπεζα να δεχθεί την καταβολή των μηνιαίων δόσεων από το δανειολήπτη με την αρχική ισοτιμία μέχρι τη συζήτηση της κύριας αγωγής και την έκδοση οριστικής αποφάσεως.
Καταλήγοντας, οι δανειολήπτες μπορούν να ζητήσουν με αγωγή την επαναφορά του δανείου τους στην αρχική ισοτιμία, και την απάλειψη των καταχρηστικών όρων καθώς και αποζημίωση λόγω έλλειψηςπαροχή επαρκούς, ειδικής, πλήρους και εμπεριστατωμένης ενημέρωσης, πριν τη σύναψη του δανείου. Προβληματική θεωρείται η επίκληση των διατάξεων περί αστικής απάτης από πλευράς προστηθέντων της Τράπεζας καθώς η απόδειξη του δόλου από τους τελευταίους με σκοπό την εξαπάτηση των καταναλωτών κρίνεται ιδιαίτερα δυσχερής (ΜΠρΑΘ 10930/2013, ΜΠρΑΘ 4439/2013)
Μαρκάκης Δημήτρης, Δικηγόρος – Συνεργάτης Kyros Law Offices