ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΛΕΠΕΤΕ – 2 ΝΕΕΣ ΘΕΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΙΚΑΙΩΝΟΥΝ ΤΟΥΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΥΣ ΤΗΣ ΕΤΕ

Η υπ’ αριθμ. 3550/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών που εξεδόθη επί της εφέσεως 40 εντολέων μας (δικάσιμος: 10/12/2019) κατά της απορριπτικής υπ’ αριθμ. 2421/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Περιουσιακών – Εργατικών Διαφορών) δέχθηκε τα εξής:

  • Ότι ο ΛΕΠΕΤΕ συνιστά συμβατικής προέλευσης ειδικό λογαριασμό συγκέντρωσης περιουσίας, ο οποίος στερείται νομικής προσωπικότητος και έχει ως βασικό σκοπό τη μετεργασιακή επικούρηση των αποχωρούντων από την ενεργό υπηρεσία υπαλλήλων της ΕΤΕ.
  • Ότι ο ΛΕΠΕΤΕ λειτουργεί επί 70 περίπου έτη ως εσωτερική υπηρεσία της ΕΤΕ στελεχωμένη από υπαλλήλους της, οι οποίοι ορίζονται κάθε φορά από το Δ/ντα Σύμβουλο της εναγομένης και Πρόεδρο της Διαχειριστικής Επιτροπής του ΛΕΠΕΤΕ.
  • Ότι ο ΛΕΠΕΤΕ δεν συνιστά φορέα κοινωνικής ασφάλισης, ενόψει του ότι ουδέποτε υπήρξε στον εν λόγω λογαριασμό οιαδήποτε κρατική εποπτεία ή παρέμβαση τόσο κατά την ίδρυσή του όσο και κατά τη λειτουργία του και ιδίως τη χρηματοδότησή του.
  • Ότι ουδέποτε εφαρμόσθηκαν επί του Λογαριασμού οι διατάξεις του ν. 2084/1992.
  • Ότι η προβλεπόμενη από τον Κανονισμό Επικούρησης μηνιαία επικούρηση δεν έχει το χαρακτήρα επικουρικής σύνταξης, αλλά εργοδοτικής παροχής, που έχει καταστεί περιεχόμενο των ατομικών συμβάσεων εργασίας του προσωπικού της ΕΤΕ.
  • Ότι το έτος 1995 καταργήθηκε η δυνατότητα μείωσης των επικουρήσεων κατόπιν απόφασης της ΔΕ του ΛΕΠΕΤΕ και έγκρισης του Δ/ντος Συμβούλου της εναγομένης και δεν υπόκειται πλέον στη διακριτική ευχέρεια των οργάνων διαχείρισης του ΛΕΠΕΤΕ η περικοπή του ύψους των καταβαλλόμενων επικουρήσεων στους δικαιούχους.
  • Ότι η ανάγκη χρηματοδότησης του ΛΕΠΕΤΕ προέκυψε το 2005 και οι ζημίες οι οποίες έπρεπε να καλυφθούν οφείλονταν μεταξύ άλλων στις αποφασισθείσες αυξήσεις των καταβαλλομένων επικουρήσεων σε όλους τους εξερχομένους.
  • Ότι η ανασυγκρότηση της Επενδυτικής Επιτροπής του ΛΕΠΕΤΕ ώστε να συμμετέχουν σε αυτή δύο υψηλόβαθμα διευθυντικά στελέχη της ΕΤΕ και να συνεργάζονται με το Δ/ντα Σύμβουλο της ΕΤΕ και Πρόεδρο της ΔΕ του ΛΕΠΕΤΕ, έγινε με προσπάθεια την οικονομική ενδυνάμωση του ΛΕΠΕΤΕ με επενδυτικές κινήσεις που οδήγησαν στην κατηγοριοποίησή του σε «επαγγελματία πελάτη».
  • Ότι ενώ μοναδικός σκοπός της Επιτροπής αυτής ήταν η επωφελής τοποθέτηση διαθεσίμων κεφαλαίων του λογαριασμού, αυτά διατέθηκαν αποκλειστικά σε μετοχές της ΕΤΕ με αποτέλεσμα, όταν με την πάροδο των ετών μειώθηκε ραγδαία η αξία των εν λόγω μετοχών, να μειωθούν αναλόγως τα αποθεματικά του και να σημειωθούν τα πρώτα ταμειακά ελλείμματά του.
  • Ότι στην οικονομική αποδυνάμωσή του συνέτειναν περαιτέρω οι επιχειρηματικές αποφάσεις της τράπεζας να εξαγγείλει προγράμματα εθελουσίας εξόδου των εργαζομένων της για να επιτύχει μείωση των δαπανών της από μισθολογικό κόστος και ότι από την εφαρμογή αυτών των προγραμμάτων ο ΛΕΠΕΤΕ απώλεσε σημαντικό ποσοστό των πόρων του.
  • Ότι από το 2005 και μετά τα έξοδα του λογαριασμού άρχισαν να υπερβαίνουν βαθμιαία τα έσοδά του γεγονός που οδήγησε σε κίνδυνο βιωσιμότητάς του και σε οξύ πρόβλημα ταμειακής ρευστότητας ως προς την απρόσκοπτη καταβολή των μηνιαίων επικουρήσεων στους δικαιούχους.
  • Ότι από το έτος 2007 έως το έτος 2017 ακολουθήθηκε αδιάλειπτη χρηματοδότηση του λογαριασμού εκ μέρους της ΕΤΕ με την καταβολή πέραν της εισφοράς της 9 %, των απαιτούμενων κάθε φορά ταμειακών ελλειμμάτων του λογαριασμού, ώστε να καθίσταται εφικτή η συνέχιση καταβολής των προβλεπόμενων επικουρήσεων στους δικαιούχους του ΛΕΠΕΤΕ.
  • Ότι για τις ανωτέρω καταβολές καταρτίσθηκαν “ιδιωτικά συμφωνητικά” συμβάσεων δανείων. Αυτές οι επικαλούμενες από την ΕΤΕ συμβάσεις δανείων είναι άκυρες καθώς καταρτίσθηκαν εκ μέρους της με αντισυμβαλλόμενο το ΛΕΠΕΤΕ, ο οποίος ως μη αυτοτελές νομικό πρόσωπο δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα ούτε ικανότητα διαδίκου και ως εκ τούτου στερείται δικαιοπρακτικής ικανότητας για την ανάληψη συμβατικής ευθύνης από την κατάρτιση δανείου.
  • Ότι ακόμα και αν υποτεθεί ότι συνήφθησαν οι ανωτέρω συμβάσεις θα ήταν εικονικές και άρα άκυρες. Στην πραγματικότητα δε, αυτές αποτελούσαν οικειοθελείς παροχές της ΕΤΕ.
  • Ότι από τη γενική, μακροχρόνια και ομοιόμορφη συμπεριφορά της εναγομένης να καλύπτει επί 11 τουλάχιστον συναπτά έτη τα ταμειακά ελλείμματα του ΛΕΠΕΤΕ καταρτίσθηκε μεταξύ ΕΤΕ και εργαζομένων σιωπηρή συμφωνία, δυνάμει της οποίας η εναγομένη δεσμεύτηκε να χρηματοδοτεί και στο μέλλον το λογαριασμό. Με την αιφνίδια διακοπή του ΛΕΠΕΤΕ αθέτησε η ΕΤΕ τη συμβατική της υποχρέωση.
  • Ότι ουδέποτε κατέστη γνωστό στους εργαζομένους της ΕΤΕ ούτε ενημερώθηκαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο από αυτή για το ενδεχόμενο διακοπής της καταβολής των επικουρήσεων στο μέλλον.
  • Ότι αναγνωρίζει την άνευ χρονικού περιορισμού υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλλει στους εκκαλούντες τις προβλεπόμενες μηνιαίες επικουρήσεις σύμφωνα με το αιτητικό της αγωγής.
  • Ότι η ΕΤΕ οφείλει να καταβάλει στους εκκαλούντες το ποσό που αντιστοιχεί σε οκτώ και μισή επικουρήσεις για το διάστημα από το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2017 έως το μήνα Ιούνιο του έτους 2018 (επτά επικουρήσεις) συμπεριλαμβανομένων Δώρου Χριστουγέννων 2017 (μία επικούρηση) και Δώρου Πάσχα (μισή επικούρηση), το ύψος των οποίων δεν αμφισβήτησε ειδικά η τράπεζα.

Η υπ’ αριθμ. 706/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Περιουσιακών – Εργατικών Διαφορών) εξεδόθη επί αγωγής 46 εντολέων μας κατά της ΕΤΕ, η οποία εκδικάσθηκε στις 19/05/2019.

Η απόφαση αυτή δέχθηκε τα εξής:

  • Ότι ο ΛΕΠΕΤΕ συνιστά συμβατικής προέλευσης ειδικό λογαριασμό συγκέντρωσης περιουσίας, ο οποίος στερείται νομικής προσωπικότητος και έχει ως βασικό σκοπό τη μετεργασιακή επικούρηση των αποχωρούντων από την ενεργό υπηρεσία υπαλλήλων της ΕΤΕ.
  • Ότι ο ΛΕΠΕΤΕ λειτουργεί επί 70 περίπου έτη ως εσωτερική υπηρεσία της ΕΤΕ στελεχωμένη από υπαλλήλους της, οι οποίοι ορίζονται κάθε φορά από το Δ/ντα Σύμβουλο της εναγομένης και Πρόεδρο της Διαχειριστικής Επιτροπής του ΛΕΠΕΤΕ.
  • Ότι ο ΛΕΠΕΤΕ δεν συνιστά φορέα κοινωνικής ασφάλισης, ενόψει του ότι ουδέποτε υπήρξε στον εν λόγω λογαριασμό οιαδήποτε κρατική εποπτεία ή παρέμβαση τόσο κατά την ίδρυσή του όσο και κατά τη λειτουργία του και ιδίως τη χρηματοδότησή του.
  • Ότι ουδέποτε εφαρμόσθηκαν επί του Λογαριασμού οι διατάξεις του ν. 2084/1992.
  • Ότι η προβλεπόμενη από τον Κανονισμό Επικούρησης μηνιαία επικούρηση δεν έχει το χαρακτήρα επικουρικής σύνταξης, αλλά εργοδοτικής παροχής, που έχει καταστεί περιεχόμενο των ατομικών συμβάσεων εργασίας του προσωπικού της ΕΤΕ.
  • Ότι το έτος 1995 καταργήθηκε η δυνατότητα μείωσης των επικουρήσεων κατόπιν απόφασης της ΔΕ του ΛΕΠΕΤΕ και έγκρισης του Δ/ντος Συμβούλου της εναγομένης και δεν υπόκειται πλέον στη διακριτική ευχέρεια των οργάνων διαχείρισης του ΛΕΠΕΤΕ η περικοπή του ύψους των καταβαλλόμενων επικουρήσεων στους δικαιούχους.
  • Ότι η ανάγκη χρηματοδότησης του ΛΕΠΕΤΕ προέκυψε το 2005 και οι ζημίες οι οποίες έπρεπε να καλυφθούν οφείλονταν μεταξύ άλλων στις αποφασισθείσες αυξήσεις των καταβαλλομένων επικουρήσεων σε όλους τους εξερχομένους.
  • Ότι η ανασυγκρότηση της Επενδυτικής Επιτροπής του ΛΕΠΕΤΕ ώστε να συμμετέχουν σε αυτή δύο υψηλόβαθμα διευθυντικά στελέχη της ΕΤΕ και να συνεργάζονται με το Δ/ντα Σύμβουλο της ΕΤΕ και Πρόεδρο της ΔΕ του ΛΕΠΕΤΕ, έγινε με προσπάθεια την οικονομική ενδυνάμωση του ΛΕΠΕΤΕ με επενδυτικές κινήσεις που οδήγησαν στην κατηγοριοποίησή του σε «επαγγελματία πελάτη».
  • Ότι ενώ μοναδικός σκοπός της Επιτροπής αυτής ήταν η επωφελής τοποθέτηση διαθεσίμων κεφαλαίων του λογαριασμού, αυτά διατέθηκαν αποκλειστικά σε μετοχές της ΕΤΕ με αποτέλεσμα, όταν με την πάροδο των ετών μειώθηκε ραγδαία η αξία των εν λόγω μετοχών, να μειωθούν αναλόγως τα αποθεματικά του και να σημειωθούν τα πρώτα ταμειακά ελλείμματά του.
  • Ότι στην οικονομική αποδυνάμωσή του συνέτειναν περαιτέρω οι επιχειρηματικές αποφάσεις της τράπεζας να εξαγγείλει προγράμματα εθελουσίας εξόδου των εργαζομένων της για να επιτύχει μείωση των δαπανών της από μισθολογικό κόστος και ότι από την εφαρμογή αυτών των προγραμμάτων ο ΛΕΠΕΤΕ απώλεσε σημαντικό ποσοστό των πόρων του.
  • Ότι από το έτος 2005 και μετά τα έξοδα του λογαριασμού άρχισαν να υπερβαίνουν βαθμιαία τα έσοδά του, γεγονός που οδήγησε σε κίνδυνο βιωσιμότητάς του και σε οξύ πρόβλημα ταμειακής ρευστότητας ως προς την απρόσκοπτη καταβολή των μηνιαίων επικουρήσεων στους δικαιούχους.
  • Ότι από το έτος 2007 έως το έτος 2017 ακολουθήθηκε αδιάλειπτη χρηματοδότηση του λογαριασμού εκ μέρους της ΕΤΕ με την καταβολή πέραν της εισφοράς της 9 %, των απαιτούμενων κάθε φορά ταμειακών ελλειμμάτων του λογαριασμού, ώστε να καθίσταται εφικτή η συνέχιση καταβολής των προβλεπόμενων επικουρήσεων στους δικαιούχους του ΛΕΠΕΤΕ.
  • Ότι για τις ανωτέρω καταβολές καταρτίσθηκαν “ιδιωτικά συμφωνητικά” συμβάσεων δανείων. Αυτές οι επικαλούμενες από την ΕΤΕ συμβάσεις δανείων είναι άκυρες καθώς καταρτίσθηκαν εκ μέρους της με αντισυμβαλλόμενο το ΛΕΠΕΤΕ, ο οποίος ως μη αυτοτελές νομικό πρόσωπο δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα ούτε ικανότητα διαδίκου και ως εκ τούτου στερείται δικαιοπρακτικής ικανότητας για την ανάληψη συμβατικής ευθύνης από την κατάρτιση δανείου.
  • Ότι ακόμα και αν υποτεθεί ότι συνήφθησαν οι ανωτέρω συμβάσεις θα ήταν εικονικές και άρα άκυρες. Στην πραγματικότητα δε, αυτές αποτελούσαν οικειοθελείς παροχές της ΕΤΕ.
  • Ότι από τη γενική, μακροχρόνια και ομοιόμορφη συμπεριφορά της εναγομένης να καλύπτει επί 11 τουλάχιστον συναπτά έτη τα ταμειακά ελλείμματα του ΛΕΠΕΤΕ καταρτίσθηκε μεταξύ ΕΤΕ και εργαζομένων σιωπηρή συμφωνία, δυνάμει της οποίας η εναγομένη δεσμεύτηκε να χρηματοδοτεί και στο μέλλον το λογαριασμό. Με την αιφνίδια διακοπή του ΛΕΠΕΤΕ αθέτησε η ΕΤΕ τη συμβατική της υποχρέωση.
  • Ότι απορρίπτονται οι ισχυρισμοί της εναγομένης περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης και εννόμου συμφέροντος των εναγόντων, καθώς και έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της ίδιας ως ουσιαστικά αβάσιμοι, καθώς προέκυψε από τα ανωτέρω αποδειχθέντα η ικανότητα και το άμεσο έννομο συμφέρον του καθενός δικαιούχου να διεξαγάγει ατομικά τη δίκη, αφού ο ΛΕΠΕΤΕ στερείται νομικής προσωπικότητας.
  • Ότι αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλλει σε κάθε ενάγοντα από τον Ιανουάριο του έτους 2018 και εντεύθεν την καθορισμένη μηνιαία επικουρική παροχή, πλέον της μηνιαίας επικούρησης κατ’ έτος ως επίδομα δώρου Χριστουγέννων, της μισής μηνιαίας επικούρησης κατ’ έτος ως επίδομα δώρου Πάσχα και της μισής μηνιαίας επικούρησης κατ’ έτος ως επίδομα αδείας.
  • Ότι υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει από τον Ιανουάριο του έτους 2018 και εντεύθεν το ποσό επικούρησης που δικαιούται και ελάμβανε κάθε ενάγων μέχρι και το Νοέμβριο του έτους 2017 από την τράπεζα μέσω του ΛΕΠΕΤΕ.
Post Tags
Share Post